- ιερεμιάδα
- η1. θρηνολογία του προφήτη Ιερεμία.2. μτφ., θρηνολόγημα, απαισιόδοξη εξεικόνιση μιας κατάστασης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιερεμιάδα — η 1. το θρηνώδες άσμα τού προφήτη Ιερεμία 2. η περιγραφή μιας κατάστασης με τρόπο θρηνώδη και μεμψίμοιρο 3. χαρακτηρισμός εφημερίδας τής αντιπολίτευσης η οποία παρουσιάζει την πολιτική κατάσταση με απόλυτη απαισιοδοξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιερεμίας. Η… … Dictionary of Greek